- ἀνατολικούς
- ἀνατολικόςeasternmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρανιομαντεία — Μαντεία που βασίζεται στην παρατήρηση του ανθρώπινου κρανίου. Σχετίζεται άμεσα με τη κρανιολατρεία και ήταν γνωστή στους αρχαίους ανατολικούς λαούς. Από την παρατήρηση του ανθρώπινου κρανίου μάντευαν διάφορες ιδιότητες, χαρίσματα ή ελαττώματα των … Dictionary of Greek
Αθανασιανόν Σύμβολον — Βιβλίο χριστιανικής πίστης, του οποίου συγγραφέας φέρεται ο Μέγας Αθανάσιος. Το έργο όμως κακώς αποδόθηκε στον Αθανάσιο, αφού το περιεχόμενό του δεν συμφωνεί με τη διδασκαλία του Αθανάσιου και ακόμα περιλαμβάνει την καταδίκη της αίρεσης του… … Dictionary of Greek
Οστρογότθοι — (= ανατολικοί Γότθοι). Κλάδος της γερμανικής φυλής των Γότθων, οι οποίοι στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. μετανάστευσαν από τη Βαλτική στη νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δον. Ο Δνείστερος τους χώρισε … Dictionary of Greek
Σλάβος — ο, θηλ. Σλάβα, και παλαιά γρφ. Σλαύος, α, Ν (κυρίως στον πληθ.) οι Σλάβοι λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, το πολυαριθμότερο εθνικό και γλωσσικό σώμα λαών στην Ευρώπη, όπου είναι εγκατεστημένοι κυρίως στην ανατολική, σε μέρος τής κεντρικής Ευρώπης… … Dictionary of Greek
Τάταροι — Oνομασία με την οποία χαρακτηρίστηκαν γενικά, κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, στην Ευρώπη, όλοι οι πληθυσμοί μογγολικού κορμού της κεντρικής Ασίας, που ήταν τότε γνωστοί. Ο τρόμος που προκαλούσαν οι πληθυσμοί αυτοί ευνόησε τη μετατροπή του… … Dictionary of Greek
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
αποικισμός — Εκπληκτικής σημασίας ιστορική δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε δύο περιόδους στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Η κάθοδος των Δωριέων και των συγγενικών με αυτούς φύλων προκάλεσε πολλές μετακινήσεις στον ελληνικό χώρο. Όσοι από τους παλαιούς… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek